μαντατούρης

μαντατούρης
ο , μαντατούρα η , μαντατούρικο τό доносчи|к, -ца; ябедни|к, -ца; кляузник, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαντατούρης" в других словарях:

  • μαντατούρης — α, ικο (Μ μαντατούρης, ὁ) αυτός που κατηγορεί, που συκοφαντεί νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μαντατούρα ο σπόρος διαφόρων φυτών που περιβάλλεται από ακτινωτό χνούδι και φέρεται από τον άνεμο προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλ. κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • μαντατουρεύω — [μαντατούρης] έχω το ελάττωμα να μαντατεύω, να κατηγορώ, να συκοφαντώ, να καταδίδω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»